- Διονυσίας
- Διονυσίᾱς , Διονύσιοςof Dionysusfem acc plΔιονυσίᾱς , Διονύσιοςof Dionysusfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διονυσιάς — διονυσιάς, η (Α) 1. μαινάδα, βάκχη 2. διονυσιάδες κορίτσια στη Σπάρτη που αγωνίζονταν στα Διονύσια, αγώνα δρόμου 3. ονομασία τής Νάξου 4. το φυτό ανδρόσαιμο 5. το αμπέλι 6. ονομασία πηγής στην Κυπαρισσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του διονύσιος] … Dictionary of Greek
Διονυσιάς — Διονῡσιάς , Διονυσιάς Bacchante fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διονυσιάδα — Διονῡσιάδα , Διονυσιάς Bacchante fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διονυσιάδας — Διονῡσιάδας , Διονυσιάς Bacchante fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διονυσιάδες — Διονῡσιάδες , Διονυσιάς Bacchante fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διονυσιάδι — Διονῡσιάδι , Διονυσιάς Bacchante fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διονυσιάδος — Διονῡσιάδος , Διονυσιάς Bacchante fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διονυσιάδων — Διονῡσιάδων , Διονυσιάς Bacchante fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)